- Τσελίνι, Μπενβενούτο
- (Benvenuto Cellini, Φλωρεντία 1500 – 1571). Ιταλός χρυσοχόος, γλύπτης και συγγραφέας, ένα από τα πιο ζωντανά πνεύματα της φλωρεντινής καλλιτεχνικής ζωής του 16ου αι. Η φήμη του συνδέεται με την αυτοβιογραφία του, με τον μαχητικό του χαρακτήρα, με τους καβγάδες και τους φόνους που τον ανάγκαζαν να φεύγει από πόλη σε πόλη και με την εύνοια των ηγεμόνων και των παπών. Επαγγελματίας χρυσοχόος, αγαπούσε κυρίως τη γλυπτική, «που είναι επτά φορές ανώτερη από τη ζωγραφική» (όπως υποστήριζε σε απάντησή του στον Μπενεντέτο Βάρκι, σύγχρονό του τεχνοκρίτη) «γιατί έχει να αντιμετωπίσει όχι μια, αλλά οκτώ προοπτικές». Διαμορφώθηκε στη Φλωρεντία και στη Ρώμη, όπου ήρθε σε επαφή με τις διάφορες εκδηλώσεις του μανιερισμού της εποχής και έφτασε στη «μεγάλη» γλυπτική σε προχωρημένη ηλικία, κατά τα μέσα του αιώνα, ύστερα από μια μακρά εμπειρία χρυσοχόου. Από τα πρώτα έργα του αναφέρονται η χαμένη σφραγίδα του Έτορε Γκοντσάγκα, τα μετάλλια και τα νομίσματα του πάπα Κλήμη Z’, τα νομίσματα του Αλεξάνδρου Μεδίκου, η σφραγίδα του Ιππολύτου ντ’ Έστε και άλλα έργα, που δημιούργησε κατά τις αναγκαστικές περιπλανήσεις του από τη Φλωρεντία στη Ρώμη, στη Μάντοβα, στη Σιένα, στη Φεράρα, όπου κατέφυγε για να αποφύγει τις καταδίκες. Το 1540 ταξίδεψε στη Γαλλία· εκεί στο Φοντενεμπλό, το ζωηρότερο κέντρο του ευρωπαϊκού μανιερισμού, βρήκε, κοντά στον Ρόσο Φιορεντίνο και στον Φραντσέσκο Πριματίτσιο, το ιδανικό περιβάλλον για την έκφραση της ιδιαίτερης ευαισθησίας του, που χαρακτηριζόταν για την κομψότητα και τα παράξενα ευρήματά της. Για τον Φραγκίσκο A’ κατασκεύασε το πρώτο μεγάλο γλυπτό του, τη Νύμφη του Φοντενεμπλό (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου) και την περίφημη αλατιέρα (Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης) με τις μορφές του Ποσειδώνα και της Γης ανάμεσα στην αφθονία των προϊόντων τους. Στο τελευταίο αυτό έργο, τη μιχαηλαγγελική έμπνευση των λεπτομερειών της βάσης αντικαθιστούν, στις δυο κύριες μορφές, οι κομψές κινήσεις –εμπνευσμένες από τον Πριματίτζσιο, που την ίδια εποχή πραγματοποίησε τις γύψινες διακοσμήσεις στο δωμάτιο της δούκισσας ντ’ Έτσαμπ, όπου τα γυναικεία γυμνά, με το λεπτό και λυγερό σώμα και το μικρό κεφάλι, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με την απεικόνιση της Γης στην αλατιέρα του Τ. Την ίδια εναλλαγή ανάμεσα στο μιχαηλαγγελικό ύφος και στη μανιεριστική κομψότητα παρουσιάζουν το πρόπλασμα του Νάρκισσου (Λονδίνο, Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου) με καθαρά μιχαηλαγγελική έμπνευση και το τελειωμένο μαρμάρινο άγαλμα (Φλωρεντία, Μουσείο Μπαρτζέλο), που διακρίνεται για τον καθαρά ελληνιστικό ρυθμό στην κάμψη του κορμού και της κεφαλής. Η ελληνιστική επίδραση είναι ακόμη φανερή στις τέσσερις εξαίσιες μορφές που κοσμούν τις κόγχες της βάσης του Περσέως (θαυμάσιος κυρίως ο Ερμής). Ο ίδιος δονούμενος δυναμισμός διακρίνεται στο πρώτο πρόπλασμα σε κερί του Περσέως (Φλωρεντία, Μουσείο Μπαρτζέλο), που παγώνει όμως μέσα στην απόλυτη ακινησία του εκτελεσμένου σε χαλκό έργου της Στοάς των Λάντσι (1554) της Φλωρεντίας. Οι προτομές του Κόσιμου A’ των Μεδίκων και του Μπίντο Αλτοβίτι τοποθετούν τον Τ. στη σειρά των καλύτερων προσωπογράφων του 16ου αι. της Φλωρεντίας. Στα έργα αυτά ο καλλιτέχνης πραγματοποιεί με τεχνική αρτιότητα το ιδανικό των πολλαπλών προοπτικών του ολογλύφου, που αναφέραμε στην αρχή. Στον θώρακα του Κόσιμου A’ (1545, Φλωρεντία, Μπαρτζέλο) επανέρχεται όλη η κομψότητα του χρυσοχόου, που στη Ρώμη είχε συναναστραφεί τους μαθητές του Ραφαήλ, εκλεπτυσμένους ζωγράφους διακοσμήσεων πομπηιανής έμπνευσης. Στην προτομή του Μπίντο Αλτοβίτι διακρίνεται η ωριμότητα του T., που με απόλυτη γνώση αντιτάσσει στα σοβαρά και γαλήνια επίπεδα του μανδύα και της χλαμύδας, την πυκνή, γεμάτη σκιές γενειάδα και σ’ αυτήν τον κομψά εργασμένο σκούφο. Ο Χριστός του Εσκοριάλ, το τελευταίο γλυπτό του T., είναι υποβλητικό έργο για τη ζωγραφικότητα των επιπέδων του σώματος, πάνω στο οποίο γέρνει η κεφαλή με τα κατσαρά μαλλιά, απροσδόκητα ακαδημαϊκή. Ο Τ. κατέχει εξαιρετική θέση ακόμα και στην ιστορία της λογοτεχνίας, με την Αυτοβιογραφία του, που υπαγόρευσε μεταξύ 1558 και 1566 και που στην αφήγηση φτάνει έως το 1562. Έστειλε το βιβλίο στο Βάρκι για να το θεωρήσει γλωσσικά, αλλά έμεινε ανέκδοτο έως το 1728, που τυπώθηκε στη Νάπολη. Είναι ένα αντιλογοτεχνικό έργο που κυριαρχείται από τη μορφή του T., μια μαρτυρία ζωτικότητας και πάθους, τεκμήριο λαϊκού ύφους, κυρίως για τη δύναμη και τη γνήσια ειλικρίνεια της καθομιλούμενης φλωρεντινής γλώσσας.
Μπενβενούτο Τσελίνι: η «αλατιέρα» του Φραγκίσκου Α' με τις μορφές του Ποσειδώνα και της Γης. Στο έργο αυτό, εκτός από τη μηχαηλαγγελική έμπνευση είναι φανερή η επίδραση του Πριματίτσιο.
Dictionary of Greek. 2013.